ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιλιμλεντίζω (ρ.) τιλιμλα̈τίζω [tilimlæˈtizo] Φάρασ. τιλιμλατώου [tilimlaˈtou] Φάρασ. Αόρ. ντιλιμλέισα [dilimˈleisa] Σίλ. Aπό το τουρκ. ρ. dilimlemek = κόβω σε φέτες.
Κόβω κάτι σε φέτες ό.π.τ. : Ντιλιμλέισαμ' του ψωμί μας, γϋσάρτσισαμ' ντα τσ̑η σόbαν απέσ' (Κόψαμε φέτες το ψωμί μας, το φρυγανίσαμε πάνω στην σόμπα) Σίλ. -Κωστ.Σ.