ντιλιμλεντίζω
(ρ.)
τιλιμλα̈τίζω
[tilimlæˈtizo]
Φάρασ.
τιλιμλατώου
[tilimlaˈtou]
Φάρασ.
Αόρ.
ντιλιμλέισα
[dilimˈleisa]
Σίλ.
Aπό το τουρκ. ρ. dilimlemek = κόβω σε φέτες.
Κόβω κάτι σε φέτες
ό.π.τ.
:
Ντιλιμλέισαμ' του ψωμί μας, γϋσάρτσισαμ' ντα τσ̑η σόbαν απέσ'
(Κόψαμε φέτες το ψωμί μας, το φρυγανίσαμε πάνω στην σόμπα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.