ντιμικάτο
(ουσ. ουδ.)
τιμικάτο
[timiˈkato]
Ανακ.
Από την γαλλ. φρ. demi-coton. Βλ. ΙΛΝΕ λ. διμικατόνι.
Δίμιτο βαρύ και ακριβό ύφασμα, για το ράψιμο του αντερί