ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιρεζί (ουσ. ουδ.) ντιρεζί [direˈzi ] Μισθ. ντουραζί [duraˈzi] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. direzin = υφάδι, στημόνι, όπου και τύπ. direzi (TSS, λ. direzi).
Το στημόνι του αργαλειού Μισθ. : Γιάσταμι ντου ντιρεζί (Διαστήκαμε το στημόνι· διαμορφώσαμε το προς ύφανση νήμα σε στημόνι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τυλίζου κουβάρ’, στραβών’ ντου ντουραζί (Τυλίγω (το νήμα σε) κουβάρι, στραβώνει, «κάνει μύτη», το πανί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. τσεζγκού, τσεσμέ