ντιρεζί
(ουσ. ουδ.)
ντιρεζί
[direˈzi ]
Μισθ.
ντουραζί
[duraˈzi]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. direzin= υφάδι, στημόνι, όπου και τύπ. direzi (TSS, λ. direzi).