ντισλί
(ουσ. ουδ.)
ντισλί
[diˈsli]
Αξ., Τροχ.
Από το τουρκ. επίθ. dişli = α) οδοντωτός β) είδος πένσας.
Τροποποιήθηκε: 09/08/2025