ντογραματζής
(ουσ. αρσ.)
ντογραμαdζής
[doɣramaˈdzis]
Σινασσ.
Aπό το τουρκ. ουσ. doğramacı = ξυλοπελεκητής. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Πελεκητής
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 29/08/2025