ντογραματζής
(ουσ. αρσ.)
ντογραματζής
[doɣramaˈdzis]
Σινασσ.
Aπό το τουρκ. ουσ. doğramacı = ξυλοπελεκητής. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Πελεκητής
Σινασσ.