ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντογραντίζω (ρ.) ντογραdίζω [doɣraˈdizo] Τελμ. ντογρατίζου [doɣraˈtizu] Μαλακ., Μισθ. ντογραΐζου [doɣraˈizu] Μισθ. τογρατίζω [toɣraˈtizo] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. doğramak (< παλ. τουρκ. toġra-) = τεμαχίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. toğramak. Πβ. ποντ. τογραεύω = κομματιάζω, λειανίζω.
Τεμαχίζω, κομματιάζω, κόβω ό.π.τ. : Ντογράδα κρομμύι σ' σαλάτα (Κόψε κρεμμύδι στην σαλάτα) -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντογράτ'σιν τα μούτσις (Έκοψε σε μικρές μπουκιές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.