ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντολάκι (ουσ. ουδ.) ντολάχ' [doˈlax] Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ. τολάχ̇ι [toˈlaxi] Αφσάρ., Φάρασ. Πληθ. ντολάκια [dolaca] Σατ. Από το τουρκ. ουσ. dolak = υφασμάτινη περικνημίδα, γκέτα, όπου και παλ. τουρκ. τύπ. ṭolak (βλ. Nişanyan 2002-2022, λ. dolak) και διαλεκτ. τύπ. dolah.
Γκέτα, λωρίδα με την οποία περιτυλίσσεται η γάμπα ό.π.τ.