τολαστιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
τολασ̑τι-έσιμα
[tolaʃtiˈesima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. ντελάζομαι, όπου και τύπ. τολασ̑τιέου, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Μπέρδεμα
Συνών.
αχταρμάς :2