ντολαστίζω
(ρ.)
ντολαστίζω
[dolaʹstizo]
Μαλακ.
ντολασ̑τίζου
[dolaʃtizu]
Μισθ.
τολασ̑τιέω
[tolaʃtiˈeo]
Φάρασ.
τολασ̑τιέου
[tolaʃtiˈeu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. dolaşmak (< παλ. τουρκ. tola-) = α) πηγαίνω γύρω-γύρω β) τριγυρίζω γ) περιπολώ δ) τυλίγομαι ε) μπλέκομαι, όπου και διαλ. τύπ. tolaşmak. dolamak = τυλίγω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Πβ.
ντέλομαι
1. Περιφέρομαι, τριγυρίζω
Μισθ.
2. Μπλέκομαι, μπουρδουκλώνομαι
Φάρασ.