ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντολαστίζω (ρ.) ντολαστίζω [dolaʹstizo] Μαλακ. ντολασ̑τίζου [dolaʃtizu] Μισθ. τολασ̑τιέω [tolaʃtiˈeo] Φάρασ. τολασ̑τιέου [tolaʃtiˈeu] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. dolaşmak (< παλ. τουρκ. tola-) = α) πηγαίνω γύρω-γύρω β) τριγυρίζω γ) περιπολώ δ) τυλίγομαι ε) μπλέκομαι, όπου και διαλ. τύπ. tolaşmak. dolamak = τυλίγω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. ντέλομαι
1. Περιφέρομαι, τριγυρίζω Μισθ.
2. Μπλέκομαι, μπουρδουκλώνομαι Φάρασ.