ντόλι
(ουσ. ουδ.)
τόλι
[ˈtoli]
Φάρασ.
Πληθ.
ντόλια
[ˈdoʎa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. döl (< παλ. τουρκ. töl) = α) απόγονος β) παιδί γ) κουτάβι, όπου και διαλεκτ. τύπ. tol (Tietze 2016, λ. döl).
Παιδί, απόγονος
ό.π.τ.
:
Νταρανά ντα ντόλια ντε ρανούν γιορόνια
(Τα σημερινά παιδιά δεν φροντίζουν τους γέρους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Σ̑υλού τόλι
(Σκύλου παιδί˙ Υβριστικός χαρακτηρισμός)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Συνών.
γέννημα :2, παιδί :1, τέκνο, τσοτσούκι
Τροποποιήθηκε: 23/08/2025