ντόλι
(ουσ. ουδ.)
τόλι
[ˈtoli]
Φάρασ.
ντόλια
[ˈdoʎa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. döl (< παλ. τουρκ. töl) = α) απόγονος β) παιδί γ) κουτάβι, όπου και διαλεκτ. τύπ. tol (THADS, λ. töl III, Tietze 2016: λ. döl).