τσοτσούκι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑οτζ̑ούκι
[tʃo ˈdʒuci]
Τσουχούρ.
τσοτσούχι
[tsoˈtsuçi]
Τσουχούρ.
τσ̑οτσ̑ούχου
[tʃoˈtʃuxu]
Τσουχούρ.
Πληθ.
τσ̑οτζ̑ούκα
[tʃo ˈdʒuka]
Τσουχούρ.
τσ̑οτζ̑ούχα
[tʃo ˈdʒuxa]
Αφσάρ., Κίσκ.
τσ̑οτσ̑ούχα
[tʃoˈtʃuxa]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çocuk = παιδί, όπου και διαλεκτ. τύπ. çocuh. Πβ. το κοινό ν.ε. τζουτζούκος.
Παιδί
ό.π.τ.
:
’φήτσ̑ιν τα τσ̑οτσ̑ούχα του ’ρφανά
(;Aφησε τα παιδιά του ορφανά)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Έκατσαν ’dάμα υστέρου, ποίκαν και τσ̑οτσ̑ούχα
(Έζησαν μαζί ύστερα, έκαναν και παιδιά)
Τσουχούρ.
-VLACH
Το τσοτσούχι πού ένι;
(Πού είναι το παιδί;)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Μα ευλόγησιν ο Αρσένιος τσ̑αι ποίκα τσ̑οτσ̑ούχου
(Με ευλόγησε ο Αρσένιος και έκανα παιδί)
Τσουχούρ.
-VLACH
Ο πατισ̑άχους αγνάτσιν τα κι ότις έσ̑ει τσ̑οτσ̑ούχα έσ̑ει τσ̑αι του κόσμου το αλτούνι
(Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι όποιος έχει παιδιά έχει και το χρυσάφι όλου του κόσμου)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ατό του τσ̑οτσ̑ουχίουν τσ̑αι του ναιτσ̑ίουν το χίτημα σο διέου κοντά πήνι πολύ σου Χριστού το ζόρι
(Αυτό το τρέξιμο των γυναικών και των παιδιών κοντά στο διάβολο στεναχώρησε πολύ τον Χριστό)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Συνών.
γέννημα, ντόλι, παιδί, παιδόκκο, τέκνο