τσουλιάζω
(ρ.)
τσουλιάζου
[tsu'ʎazu]
Σίλ.
Αόρ.
τσούλιασα
['tsuʎasa]
Σίλ.
Μτχ.
τσουλιασμένους
[tsuʎaˈzmenus]
Σίλ.
Από το ουσ. τσόλι, όπου και τύπ. τσ̑ούλ', και παραγωγ. επίθμ. -ιάζου.