ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουλιάζω (ρ.) τσουλιάζου [tsu'ʎazu] Σίλ. Αόρ. τσούλιασα ['tsuʎasa] Σίλ. Μτχ. τσουλιασμένους [tsuʎaˈzmenus] Σίλ. Από το ουσ. τσόλι, όπου και τύπ. τσ̑ούλ', και παραγωγ. επίθμ. -ιάζου.
1. Σκεπάζω Σίλ. : Τσούλιασ' τέκνους (σκέπασε το παιδί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. αρμώνω, κουπώνω, σκεπάζω
2. Κλείνω : Τσούλιασα τ' κ͑ιτάπι (έκλεισα το βιβλίο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. αρμώνω, καρακώνω, σφαλίζω, χαπατώνω :1