ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουλιάζω (ρ.) τσουλιάζου [tsu'ʎazu] Σίλ. Αόρ. τσούλιασα ['tsuʎasa] Σίλ. Μτχ. τσουλιασμένους [tsuʎaˈzmenus] Σίλ. Από το ουσ. τσόλι, όπου και τύπ. τσ̑ούλ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Καλύπτω, σκεπάζω με ύφασμα Σίλ. : Τσούλιασ' τέκνους (Σκέπασε το παιδί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. αρμώνω :2, κουπώνω, σκεπάζω, Αντίθ ανοίγω :3
2. Κλείνω : Τσούλιασα τ' κ͑ιτάπι (Έκλεισα το βιβλίο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. αρμώνω :1, καρακώνω, σφαλίζω, Αντίθ ανοίγω :1
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025