τσουλχαλούχι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
τσ̑ουλφαλούχ̇ι
[tʃulfaˈluxi]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. çulhalık = υφαντική τέχνη.
Aργαλειός
Συνών.
ιστάρι, χώστρα, τεζκάχι :1
Τροποποιήθηκε: 27/07/2025