τσουρίζω
(ρ.)
τσουρίζω
[tsuˈrizo]
Σατ.
Αόρ.
τσούριξα
[ˈtsuˈriksa]
Σατ.
Από το μεταγν. ρ. σειριάω = καψαλίζω.
Καψαλίζω, τσουρουφλίζω
Σατ.
:
Τσούριξεν τα τσάρε του πήριν στο πρωτινό τ’ άβγο τζαι στο δεύτερο άβγο τζαι 'ς το τρίτο άβγο
(τσουρούφλισε τις τρίχες που πήρε από το πρώτο και δεύτερο και το τρίτο άλογο)
Σατ.
-Παπαδ.