τσουρουλτίζω
(ρ.)
τσ̑ουρουλτίζω
[tʃurulˈtizo]
Μαλακ.
Από το αόρ. çürüldü του τουρκ. ρ. çürülmek (βλ. Redhouse) = σαπίζω, αποσυντίθεμαι, αναιρούμαι.
Συστέλλομαι, συρρικνώνομαι
Μαλακ.