τσουχουρλούς
(επίθ.)
τ͑σ̑ουχουρλούς
[tʰʃuˈxurˈlus]
Φάρασ.
τ͑σ̑ουχουρλούσα
[tʰʃuˈxurˈlusa]
Φάρασ.
τσ̑οχουρλού
[tʃoxurˈlu]
Φλογ.
Από το τουρκ. çukurlu = βαθουλός.
3. Ο κάτοικος του χωριού Τσουχούρι
Φάρασ.