ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουχουρλούς (επίθ.) τ͑σ̑ουχουρλούς [tʰʃuˈxurˈlus] Φάρασ. τ͑σ̑ουχουρλούσα [tʰʃuˈxurˈlusa] Φάρασ. τσ̑οχουρλού [tʃoxurˈlu] Φλογ. Από το τουρκ. çukurlu = βαθουλός.
1. Βαθουλός, κοίλος Φάρασ. Συνών. γούβα
2. Bαθύς Φλογ. Συνών. βαθικός, ντερίν, ντιρέκι
3. Ο κάτοικος του χωριού Τσουχούρι Φάρασ.