ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντερίν (επίθ.) ντερίνης [deˈrinis] Σίλ. ντερίν [deˈrin] Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. ντερί [deˈri] Μισθ. ντα̈ρίν [dæˈrin] Μισθ. νταρίν [daˈrin] Μισθ. τερίν [teˈrin] Φλογ. Θηλ. ντερίνισσα [deˈrinisa] Σίλ. Πληθ. ντερίνια [deˈriɲa] Μισθ. ντα̈ρίνια [dæˈriɲa] Μισθ. νταρίνια [daˈriɲa] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. derin = βαθύς, άπατος.
1. Βαθύς, αυτὀς που ἐχει βἀθος ό.π.τ. : Ντα̈ρίν γούπα (Βαθύς λάκκος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντα̈ρίν κιαρχούν (Βαθύ πιάτο) Μισθ. -Κοτσαν. Tα κουγιούδια ήταν τερίν (Τα πηγάδια ήταν βαθιά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 ’εναίκα του κι φτσ̑άνει μιά χρώστα πολύ ντερίνισσα (Η γυναίκα του φτιάχνει ένα πολύ βαθύ λάκκο-παγίδα) Σίλ. -Dawk. Είδα να ντράκο, έτριξα κατόπ’σα τ’, αλλά σέμη ’ς φωλιά τ’ ’ς ένα νταρίν πλεφρό (είδα έναν δράκο έτρεξα από πίσω του, αλλά μπήκε στην φωλιά του σε ένα βαθύ πηγάδι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Αυτό το τσ̑άι πολύ ντερίν ειναι (Αυτός ο χείμαρρος είναι πολύ βαθύς) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. βαθικός, τσουχουρλούς
2. Μτφ., βαθύς Μισθ. : Ντερίν γύπνους (Βαθύς ύπνος) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντα̈ρίν σκιόφους (Βαθύς ίσκιος) Μισθ. -Κοτσαν. Έπαρ' ντα̈ρίν σολούχ (πήρε βαθιά ανάσα) Μισθ. -Κοτσαν. Κάκα 'τ γκιαλάτσιβι νταρίνια μιστιώτικα (Η γιαγιά του μιλούσε βαθιά, δηλ. έντονα διαλεκτικά, μιστιώτικα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σα καργιέ τ'νι μέσ' είχαν νταρίνια ντα γιαράϊα (Μέσα στις καρδιές τους είχαν βαθιές πληγές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.