ντεντάγω
(ρ.)
ντενdάγω
[denˈdaɣo]
Φάρασ.
τενdάω
[tenˈdao]
Φάρασ.
β' Εν.
ντενdάς
[denˈdas]
Φάρασ.
τενdεμένο
[tendeˈmeno]
Φάρασ.
Πιθ. από τον αόρ. dayandı του τουρκ. ρ. dayanmak = στηρίζομαι, ακουμπώ σε κάτι.
Στηρίζομαι σε κάτι, γέρνω, ακουμπώ σε κάτι
ό.π.τ.
:
Ήγρεψέν κι ένι αdζ̑ά αν ξύο σον ντοιέχο τενdεμένο
(είδε ότι υπήρχε ένα ξύλο που στηριζόταν στον τοίχο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντέν'σεν το κορίτσ̑ι ατσ̑εί σο ξύο
(Έγειρε το κορίτσι εκεί στο ξύλο)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
ακουμπίζω, νταγιαντίζω