ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεντάγω (ρ.) ντενdάγω [denˈdaɣo] Φάρασ. τενdάω [tenˈdao] Φάρασ. β' Εν. ντενdάς [denˈdas] Φάρασ. τενdεμένο [tendeˈmeno] Φάρασ. Πιθ. από τον αόρ. dayandı του τουρκ. ρ. dayanmak = στηρίζομαι, ακουμπώ σε κάτι.
Στηρίζομαι σε κάτι, γέρνω, ακουμπώ σε κάτι ό.π.τ. : Ήγρεψέν κι ένι αdζ̑ά αν ξύο σον ντοιέχο τενdεμένο (είδε ότι υπήρχε ένα ξύλο που στηριζόταν στον τοίχο) Φάρασ. -Dawk. Ντέν'σεν το κορίτσ̑ι ατσ̑εί σο ξύο (Έγειρε το κορίτσι εκεί στο ξύλο) Φάρασ. -Dawk. Συνών. ακουμπίζω, νταγιαντίζω