ντερβένι
(ουσ. ουδ.)
ντερμπέντ
[derˈbent]
Αξ.
ντεβρέντ
[deˈvrent]
Μαλακ.
ντεβρένι
[deˈvreni]
Ποτάμ.
Από το τουρκ. ουσ. derbent = α) ορεινό πέρασμα, στενωπός β) φυλάκιο, όπου και τύπ. dervent και devrent (βλ. και ΙΛΝΕ, λ. δερβένι).
1. Στενό ορεινό πέρασμα
ό.π.τ.
:
Ύστερα από τα Κούξες βρίσκεις το ντεβρένι
(Ύστερα από τις Κούξες βρίσκεις το στενό πέρασμα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Φυλάκιο, σταθμός ελέγχου
ό.π.τ.