ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντερβένι (ουσ. ουδ.) ντερμπέντ [derˈbent] Αξ. ντεβρέντ [deˈvrent] Μαλακ. ντεβρένι [deˈvreni] Ποτάμ. Από το τουρκ. ουσ. derbent = α) ορεινό πέρασμα, στενωπός β) φυλάκιο, όπου και τύπ. dervent και devrent (βλ. και ΙΛΝΕ, λ. δερβένι).
1. Στενό ορεινό πέρασμα ό.π.τ. : Ύστερα από τα Κούξες βρίσκεις το ντεβρένι (Ύστερα από τις Κούξες βρίσκεις το στενό πέρασμα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Φυλάκιο, σταθμός ελέγχου ό.π.τ.