ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντερέ (I) (ουσ. ουδ.) ντερέ [deˈre] Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. ντιαρά [dʝaˈra] Μισθ. τερέ [teˈre] Αραβ. τερές [teˈres] Σατ. Πληθ. ντερέα [deˈrea] Μισθ. ντερένε [deˈrene] Ανακ. ντερέδια [deˈreðʝa] Σινασσ. νταράια [daraja] Μισθ. τ͑αρά [tʰaˈra] Μισθ. ντερέδες [deˈreðes] Σίλ. Από το νεότ. ουσ. ντερές (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ. 5. 145 «τὰς ἀηδόνας καὶ λοιπὰ πουλάκια ποὺ λαλοῦσαν, ὁποὺ τὰ δάση κ’ ὁ ντερὲς σχεδὸν ἀντιηχοῦσαν»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. dere = ρέμα, χαράδρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. dârâ. Πβ. τα καππαδοκικά τοπων. Ντερέκιοι (Ποτάμια), Σεμέντερε (Σημάνδρα), Ζιντζίντερε (Φλαβιανά), Χαλβάντερε. Πβ. ποντ. τερές = ρυάκι.
1. Χαράδρα, ρεματιά ό.π.τ. : Σο μέγαν το ντερέ 'ναι (Είναι στην μεγάλη χαράδρα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πήγεν σου ντερέ το μύ’ο (Πήγε στον μύλο που ήταν στην ρεματιά) Φάρασ. -Dawk. Ντεεκά το ντερέ κουνdά ’νdαι (εκεί πέρα μιά ρεματιά είναι κοντά) Ουλαγ. -Dawk. Έπισιν σου ντιαρίν ντιαρά (έπεσε στην βαθιά χαράδρα) Μισθ. -Κοτσαν. Τρέχιξαμ’ σά ντερέα τουν τσ̑όδουμιστι ιρσιάχα (Τρέχαμε στις ρεματιές όταν ήμασταν μικροί) Μισθ. -Κοτσαν. Ως να πας 'ς τη Ντάμσα δεν έχει κανένα ντερέ όσον να πάμε εκεί (Μέχρι να πας στην Ντάμσα, δεν έχει καμιά ρεματιά μέχρι να πάμε εκεί) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τότε αγγκλάξαν το που ήτανε δαιμονικά και το φώναζαν «έλα παρακάτω» να το πάνε σε κανένα ντερέ να το μισερώσουν και να του πάρουν τη λαλιά τ’ (Τότε κατάλαβαν ότι ήτανε δαιμονικά και του φώναζαν "έλα παρακάτω» για να τον πάνε σε καμία χαράδρα να τον αποδυναμώσουν και να του πάρουν την μιλιά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Nτα νταράϊα καταβάησκαν πολύ λερό (Οι ρεματιές κατέβαζαν πολύ νερό) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κουβάλειναμ’ νερό απ’ τα τ͑αρά (κουβαλούσαμε νερό από τις ρεματιές) Μισθ. -VLACH || Ασμ. Ντετσ̑ά κάτω στο ντερέ τσ̑είνdι ένα γιριά
τσ̑είνdι ένα γιριά, ψήν’, ψήν', τρώω τσι γαϊdουριού τ’αφτιά
(Eκεί κάτω στην ρεματιά, είναι μιά γριά,
είναι μιά γριά, ψήνει, ψήνει, τρώω και του γαϊδάρου τα αφτιά
από πειραχτικό άσμ.)
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Συνών. γιάρι, παγάνι
2. Ρέμα Σίλ. Συνών. παγάνι, σέλι, τσάι