ντερμέν
(ουσ. ουδ.)
ντερμέν
[derˈmen]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. değirmen = μύλος.
Μύλος, νερόμυλος
Συνών.
μύλος
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025