ντέρτι
(ουσ. ουδ.)
ντέρτι
[ˈderti]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σινασσ.
ντέρτ'
[dert]
Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ.
ντιάρτι
[ˈdʝarti]
Μισθ.
ντάρτι
[ˈdarti]
Φάρασ.
ντιάρτ'
[dʝart]
Μισθ.
τέρντι
[ˈterdi]
Φάρασ.
τέρτι
[ˈterti]
Ποτάμ., Φλογ.
τάρντι
[ˈtardi]
Αφσάρ., Φάρασ.
τάρτι
[ˈtarti]
Φάρασ.
τάρτ’
[tart]
Φάρασ.
Πληθ.
ντέρτια
[ˈdertça]
Αραβαν., Τροχ.
ντέρτε
[ˈderte]
Φάρασ.
τάρτε
[ˈtarte]
Φάρασ.
τάρντε
[ˈtarde]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ντέρτι (Mackridge 2021: 43), το οπ. από το τουρκ ουσ. dert = καημός, σκοτούρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. derd (Tietze 2019: λ. derd). Πβ. επίσης τύπ. därd στα τουρκικά του Αζερμπαϊτζάν, Ουζμπεκιστάν.
1. Βάσανο, ψυχικός πόνος, στενοχώρια
ό.π.τ.
:
Ένα τσ̑αρέ σο ντέρτι τουν ντεν ηύραν
(μιά λύση στο βάσανό τους δεν βρήκαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Λέισ̑καν τα ντέρτια τουν
(έλεγαν τα βάσανά τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Με με ρωτάς, το ντέρτι μ’ μέγα και πολύ ’ναι
(μη με ρωτάς, το βάσανό μου είναι μεγάλο και πολύ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Λέ τι κι: «Κόρη μου, γώ έχω πολύ τάρτι»
(λέει ότι «κόρη μου έχω πολύ βάσανο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήτουν αβού’ι τα ντέρτε μας
(ήταν βουνό τα βάσανά μας)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Άφ’σε με σο τάρντι μου
(άφησε με στην στενοχώρια μου˙ μη με ενοχλείς, παράτα με)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Είμαι σο ’μόν ντο τάρτι
(είμαι στην στενοχώρια μου˙ είμαι άκεφος. Πβ. <em>derti olmak </em>‘υποφέρω’.)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Χα̈́ρ σαμού θωρώ αν γκαό, τα τάρτε μ’ έν' 'γκατό
(κάθε φορά που βλέπω κάτι ωραίο, τα βάσανα μου γίνονται εκατό˙ το έλεγαν οι Φαρασιώτες, κυρίως στον χορό, όταν έβλεπαν όμορφες γυναίκες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Μάρτ’ γκελντί, ντέρτ’ γκελντί
(ο Μάρτης ήλθε, ήρθαν τα βάσανα˙ το έλεγαν γιατί τον Μάρτιο συνήθως εισπράττονταν οι κρατικοί φόροι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Έι, σαμού θωρώ αν καλό | Τα τάρντε μου είν’ ’κατό
(Έι, όταν θωρώ μιά όμορφη, τα ντέρτια μου είναι εκατό)
-ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών.
γιαράς :3, μεράκι :1, σεβντάς :2, σεφιλίκι :2
2. Αρρώστια
ό.π.τ.
:
Έχ’ πίς ντιάρτ’
(έχει κακή ασθένεια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Απ' ντου ντιάρτι μ' λιάρουσα
(Θεραπεύτηκα από την ασθένειά μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να σ’ έρθει έναν άγνωστο τέρτι κι ένα σκυλιού ψόφος
(Nα σου έρθει μιά άγνωστη αρρώστια κι ένας σκυλίσιος θάνατος· αρά)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Όποιος είχεν ένα τέρτ', παίνισ̑κεν εκείν, νιότον καλά
(Όποιος είχε μιά αρρώστια, πήγαινε εκεί, γινόταν καλά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
‘φήνω το τάρτι μου σε σένα, συ είσαι Άγιος, φορτώσου το
(αφήνω την αρρώστια μου σε σένα, εσύ είσαι άγιος, φορτώσου το˙ το έλεγε ο ασθενής όταν κρεμούσε μιά λουρίδα υφάσματος από το ρούχο του στο «δέντρο του Αγίου»)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Το ντέρτι μου να τ’αφήκω εδώ και να πάω
(την αρρώστια μου να την αφήσω εδώ και να φύγω˙ το έλεγε κάποιος ο όποιος υπέφερε από ασθένεια κυρ. από βήχα, αφού έδενε μιά λουρίδα ρούχου του σε μιά αγριοτζιτζιφιά στον δρόμο προς τα Σίλατα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
αστεναριά