ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντέρτι (ουσ. ουδ.) ντέρτι [ˈderti] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σινασσ. ντέρτ' [dert] Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ. ντάρτι [ˈdarti] Φάρασ. ντα̈́ρτ' [dært] Μισθ. τέρντι [ˈterdi] Φάρασ. τέρτι [ˈterti] Ποτάμ., Φλογ. τάρντι [ˈtardi] Αφσάρ., Φάρασ. τάρτι [ˈtarti] Φάρασ. τάρτ’ [tart] Φάρασ. Πληθ. ντέρτια [ˈdertça] Αραβαν., Σινασσ., Τροχ. ντέρτε [ˈderte] Φάρασ. τάρτε [ˈtarte] Φάρασ. τάρντε [ˈtarde] Φάρασ. Νεότ. ουσ. ντέρτι (Mackridge 2021: 43), το οπ. από το τουρκ, (< περσ.) ουσ. dert = καημός, βάσανο όπου και παλαιότ. και διαλεκτ. τύπ. derd (Tietze 2019, λ. derd).
1. Βάσανο, καημός, στενοχώρια ό.π.τ. : Ένα τσ̑αρέ σο ντέρτι τουν ντεν ηύραν (Μιά λύση στο βάσανό τους δεν βρήκαν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Λέισ̑καν τα ντέρτια τουν (Έλεγαν τα βάσανά τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Με με ρωτάς, το ντέρτι μ’ μέγα και πολύ ’ναι (Μη με ρωτάς, το βάσανό μου είναι μεγάλο και πολύ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Λέ τι κι: «Κόρη μου, γώ έχω πολύ τάρτι» (Λέει ότι «Κόρη μου έχω πολύ βάσανο) Φάρασ. -Dawk. Ήτουν αβού’ι τα ντέρτε μας (Ήταν βουνό τα βάσανά μας) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Nα, σήμερα που έν' του Παναγιάς γαμπάρ'σαν πάλε τα ντέρτια μ' (Να, σήμερα που είναι της Παναγίας φούντωσε πάλι ο καημός μου) Σινασσ. -Τακαδόπ. Τι έν' ετά το 'μόν το ντέρτ' νε! (Τι είναι αυτό το βάσανό μου!) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Τζ̑ο ’φήν’ με σο τάρντι μου; (Δε μ' αφήνεις στην στενοχώρια μου˙ μη με ενοχλείς, παράτα με) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Είμαι σο ’μόν ντο τάρτι (είμαι στην στενοχώρια μου˙ είμαι άκεφος. Πβ. <em>derti olmak </em>‘υποφέρω’.) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Χα̈́ρ σαμού θωρώ αν γκαό, τα τάρτε μ’ έν' 'γκατό (κάθε φορά που βλέπω κάτι ωραίο, τα βάσανα μου γίνονται εκατό˙ το έλεγαν, κυρίως στον χορό, όταν έβλεπαν όμορφες γυναίκες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιαράς, μεράκι, σεβντάς :2, σεφιλίκι :2
2. Αρρώστια ό.π.τ. : Έχ’ πίς ντα̈́ρτ’ (έχει κακή ασθένεια) Μισθ. -Κοτσαν. Απ' ντου ντιάρτι μ' λιάρουσα (Θεραπεύτηκα από την ασθένειά μου) Μισθ. -Κοτσαν. Να σ’ έρθει έναν άγνωστο τέρτι κι ένα σκυλιού ψόφος (Nα σου έρθει μιά άγνωστη αρρώστια κι ένας σκυλίσιος θάνατος· αρά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Όποιος είχεν ένα τέρτ', παίνισ̑κεν εκείν, νιότον καλά (Όποιος είχε μιά αρρώστια, πήγαινε εκεί, γινόταν καλά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. ‘φήνω το τάρτι μου σε σένα, συ είσαι Άγιος, φορτώσου το (αφήνω την αρρώστια μου σε σένα, εσύ είσαι άγιος, φορτώσου το˙ το έλεγε ο ασθενής όταν κρεμούσε μιά λουρίδα υφάσματος από το ρούχο του στο «δέντρο του Αγίου») Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Το ντέρτι μου να τ’αφήκω εδώ και να πάω (την αρρώστια μου να την αφήσω εδώ και να φύγω˙ το έλεγε άρρωστος δένοντας μια λουρίδα ρούχου του σε ένα ιερό δέντρο) Ανακ. -Κωστ.Α. Να βγάλεις τα τέρτια! (Να αρρωστήσεις!˙ αρά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. αστεναριά