ντεστιμάλι
(ουσ. ουδ.)
ντεστιμάλ'
[desti ˈmal]
Μαλακ.
ντεστουμέλ'
[destuˈmel]
Σινασσ.
ντεστιμέλ'
[destiˈmel]
Τελμ.
τεστιμάλ'
[testiˈmal]
Φλογ.
ταστιμάλι
[tastiˈmali]
Σινασσ.
ταστιμάλ'
[tastiˈmal]
Φλογ.
Πληθ.
ντεσμέλια
[deˈzmeʎa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. destmal (< περσ. dastmāl) = πετσέτα, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ testemel.
2. Οι πάνινες πιάστρες της κατσαρόλας
ό.π.τ.
:
Νύφ' φέρισ̑κεν εφτά τσ̑ίφτια ταστιμάλια
(Η νύφη έφερνε, ενν. ως προίκα, εφτά ζευγάρια πιάστρες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812