ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεστιμάλι (ουσ. ουδ.) ντεστιμάλ' [desti ˈmal] Μαλακ. ντεστουμέλ' [destuˈmel] Σινασσ. ντεστιμέλ' [destiˈmel] Τελμ. τεστιμάλ' [testiˈmal] Φλογ. ταστιμάλι [tastiˈmali] Σινασσ. ταστιμάλ' [tastiˈmal] Φλογ. Πληθ. ντεσμέλια [deˈzmeʎa] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. destmal (< περσ. dastmāl) = πετσέτα, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ testemel.
1. Πετσέτα ό.π.τ. Συνών. πεσταμπάλι
2. Οι πάνινες πιάστρες της κατσαρόλας ό.π.τ. : Νύφ' φέρισ̑κεν εφτά τσ̑ίφτια ταστιμάλια (Η νύφη έφερνε, ενν. ως προίκα, εφτά ζευγάρια πιάστρες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812