ντέφι
(ουσ. ουδ.)
τέφι
[ˈtefi]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
τέφ’
[tef]
Αξ., Αραβ., Δίλ., Φλογ.
ντέφ’
[def]
Ανακ., Μαλακ., Σατ., Σινασσ.
τα̈́φι
[ˈtæfi]
Αφσάρ.
τέφτι
[ˈtefti]
Φάρασ.
τα̈́φτι
[ˈtæfti]
Αφσάρ.
Πληθ.
ντέφια
[ˈdefça]
Ανακ., Φάρασ.
τέφια
[ˈtefça]
Τζαλ.
τέφε
[ˈtefe]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. τέφι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από πό το τουρκ. ουσ. def, όπου και τύπ. tef.
Nτέφι
ό.π.τ.
:
Τραγούδαναν με τέφ’
(Τραγούδαγαν με ντέφι)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Σωρεύκαν τσ̑ίπ τα κερμανίδε, τα τέφε του Βαρασ̑ού σως την ευή τραγουδάνκαν τσ̑αι παίσκαν
(Μαζεύτηκαν όλες οι λύρες, τα ντέφια του Βαρασού, ως την αυγή τραγούδαγαν και έπαιζαν μουσική)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.