ντεφτσής
(ουσ. αρσ.)
ντεφτσ̑ής
[deˈftʃis]
Σεμέντρ., Σινασσ.
ντεβτσ̑ής
[devˈtʃis]
Δίλ.
ντεφτσίσσα
[defˈtsisa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tefci = αυτός που παίζει ντέφι.
Αυτός που παίζει ντέφι
ό.π.τ.
:
Πάρε ένα ντεβτσ̑ή να κατεβάσουμ’ ντου γάμου
(Πάρε έναν ντεφτσή να κάνουμε το γάμο)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Eίχαμ' ντεφτσ̑ής
(Είχαμε οργανοπαίχτη)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280