ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεφτσής (ουσ. αρσ.) ντεφτσ̑ής [deˈftʃis] Σεμέντρ., Σινασσ. ντεβτσ̑ής [devˈtʃis] Δίλ. ντεφτσίσσα [defˈtsisa] Σινασσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tefci = αυτός που παίζει ντέφι.
Αυτός που παίζει ντέφι ό.π.τ. : Πάρε ένα ντεβτσ̑ή να κατεβάσουμ’ ντου γάμου (Πάρε έναν ντεφτσή να κάνουμε το γάμο) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Eίχαμ' ντεφτσ̑ής (Είχαμε οργανοπαίχτη) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280