ντεφτερντάρης
(ουσ. αρσ.)
ντεφτερντάρης
[defterˈdaris]
Αξ.
Από το τουρκ. defterdar = οικονομικός έφορος.
Εισηγητής στο κυβερνητικό συμβούλιο
Αξ.