ντέφνα
(ουσ.)
ντέφνα
[ˈdefna]
Αραβαν.
τέφνα
[ˈtefna]
Αραβαν.
δέφνε
[ˈðefne]
Αραβαν., Γούρδ.
τέφνε
[ˈtefne]
Φάρασ.
τ͑έφνας
[ˈtʰefnas]
Φάρασ.
τεφνές
[tefˈnes]
Φάρασ.
Αντιδάν. από το τουρκ. ουσ. defne < αρχ. δάφνη, όπου και παλ. τύπ. tefne (βλ. Nişanyan 2002-2022: λ. defne, Tietze 2016, λ. defne/tefne).
Το θαμνοειδές δένδρο Δάφνη η ευγενής (Laurus nobilis Apollinis)
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Να υπάγω σην Ε-Σοφία να μυρίσω τεφνέ φύ’α.
Να υπάγω μο καρτία, να 'υριστώ μο την υγεία (Να πάω στην Αγία Σοφία, να μυρίσω φύλλα δάφνης.
Να πάω με καρδιά, να γυρίσω με υγεία) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Να υπάγω μο καρτία, να 'υριστώ μο την υγεία (Να πάω στην Αγία Σοφία, να μυρίσω φύλλα δάφνης.
Να πάω με καρδιά, να γυρίσω με υγεία) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.