ντεφτέρι
(ουσ. ουδ.)
ντεφτέρι
[deˈfteri]
Σινασσ.
τ͑εφτέρι
[tʰeˈfteri]
Μισθ., Φάρασ.
τεφτέρ'
[teˈfter]
Μαλακ., Μισθ.
ντα̈φτάρ'
[dæˈftar]
Μισθ.
τα̈φτάρ'
[tæˈftar]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. δεφτέρι < μεταγν. διφθέριον = δέρμα κατεργασμένο ως επιφάνεια γραφής, όπου και νεότ. τύπ. ντεφτέρι και τεφτέρι, αντιδάν. από το τουρκ. < αραβ. tefter/defter/diftar (ΙΛΝΕ, λ. δεφτέρι).
1. Τετράδιο (λογαριασμών ή δανεισμένων ποσών), κατάστιχο, σημειωματάριο
ό.π.τ.
:
Τρία νομάτοι πααίνκαν σα 'μbέλε, νεγκώνκαν τα τζ̑αι γραφτείνκαν τα· είχε τζ̑αι ο μιχτάρ τεφτέρι, τζαι ο σουρτΖής
(Τρεις άνθρωποι πήγαιναν στα αμπέλια, τα γύριζαν και τα κατέγραφαν· είχε και ο μουχτάρης κατάστιχο και ο εισπράκτορας της δεκάτης)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Φέρ' τσ' εκείνου ντου ντα̈φτάρι σ' ντ' έγραψις τι να ειπούμ'
(Φέρε κι εκείνο το τετράδιό σου όπου έγραψες τι να πούμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Βιβλίο
Μισθ.
:
Απ' του τσ̑ουφάλ’ ψάλι ντου τα̈φτάρ'
(Διάβασε το βιβλίο από την αρχή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κανά ντα̈φτάρ' έψαλι κανένας;
(Κανένα βιβλίο διάβασε κανείς σας;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
κιτάπι :1