ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεφέ (ουσ. ουδ.) ντεφέ [deʹfe] Μισθ. ντελφέ [delˈfe] Μισθ. ντεφνί [defˈni] Τροχ. Aπό το τουρκ. ουσ. defe ή tefe (< αραβ. daffa) = κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που συγκρατεί τον κάλαμο στον αργαλειό (Tietze 2016, λ. defe/tefe), με ανάπτυξη [l].
Εξάρτημα του αργαλειού, ξυλόχτενο ό.π.τ. : Ντου ντεφέ ντε φανίσκει (Το ξυλόχτενο δεν υφαίνει) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Έπιανε με τα δυό χέρια το ντεφνί με το χτέν’ και το χτύπαε καλά πάνω σο σάλ’ για να το κάν' σίχτ (Έπιανε με τα δύο χέρια το ξυλόχτενο με το χτένι και το χτύπαγε καλά πάνω στο ύφασμα για να το τεντώσει) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 21/10/2025