ντελφέ
(ουσ. ουδ.)
ντελφέ
[deˈlfe]
Μισθ.
ντεφνί
[defˈni]
Τροχ.
Aπό το τουρκ. ουσ. defe ή tefe (<αραβ. daffa) = κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που συγκρατεί τον κάλαμο στον αργαλειό (Tietze 2016, λ. defe/tefe), με ανάπτυξη [l].
Εξάρτημα του αργαλειού, ξυλόχτενο
ό.π.τ.
:
Έπιανε με τα δυο χέρια το ντεφνί με το χτεν΄ και το χτύπαε καλά πάνω σο σάλ' για να το καν' σίχτ
(Έπιανε με τα δύο χέρια το ξυλόχτενο με το χτένι και το χτύπαγε καλά πάνω στο ύφασμα για να το τεντώσει)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.