ντερτλεστίζω
(ρ.)
ντερτλεστίζω
[dertleˈstizo]
Μαλακ.
τερτ͑λεσ̑τι-έω
[tertʰleʃtiˈeo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. dertleşmek = μοιράζομαι τον πόνο μου.
1. Μοιράζομαι με κάποιον αμοιβαία τα βάσανά μας
Μαλακ.
2. Αφηγούμαι σε κάποιον τα βάσανά μου
Φάρασ.