ντερτλεστίζω
(ρ.)
ντερτλεστίζω
[dertleˈstizo]
Μαλακ.
τερτ͑λεσ̑τι-έω
[tertʰleʃtiˈeo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. dertleşmek (αόρ. dertleşti) = μοιράζομαι τον πόνο μου, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Μοιράζομαι με κάποιον αμοιβαία τα βάσανά μας
Μαλακ.
2. Αφηγούμαι τα βάσανά μου
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025