ντερτλεντίζω
(ρ.)
ντερτλενdίζω
[dertlenˈdizo]
Μαλακ.
ντερτλένσα
[dertlenˈsa]
Μαλακ.
Από το ρ. dertlenmek = στενοχωριέμαι.
Αρρωσταίνω
Συνών.
αρρωστεύω, αστεναριάζω, αστεναρλαντίζω, αστενώ, χασταλαντίζω