ντέτσε
(μόρ.)
ντέτσε
['detse]
Ουλαγ.
τεέσ̑’
[teˈeʃ]
Αραβαν.
τεέσ̑’
[teˈeʃ]
Αραβαν.
τεέτσ̑ις
[teˈetʃis]
Αραβαν.
έτσε
[ˈetse]
Ουλαγ.
Αγν. ετύμ.
Δεικτικό μόρ.
ό.π.τ.
:
Απάν' ντετσε
(Προς τα πάνω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Εκά έτσε
(Προς τα εκεί)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ερού τεέσ̑’
(Προς τα εδώ)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Εκεί τεέσ̑’
(Προς τα εκεί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έτρεξαν σα χωράφια τεέσ̑’ και άρχεψαν να το αραdίζουν
(Έτρεξαν προς τα χωράφια κι άρχισαν να ψάχνουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Λίγο εκεί τεέτσ̑ις ήτουν το άλογο τ’
(Λίγο πιο εκεί ήταν το άλογο του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κάτ' ντέτσε στέκνει
(Στέκεται κάτω εκεί)
Ουλαγ.
-Κεσ.