ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντέτσε (μόρ.) ντέτσε ['detse] Ουλαγ. τεέσ̑’ [teˈeʃ] Αραβαν. τεέσ̑’ [teˈeʃ] Αραβαν. τεέτσ̑ις [teˈetʃis] Αραβαν. έτσε [ˈetse] Ουλαγ. Αγν. ετύμ.
Δεικτικό μόρ. ό.π.τ. : Απάν' ντετσε (Προς τα πάνω) Ουλαγ. -Κεσ. Εκά έτσε (Προς τα εκεί) Ουλαγ. -Κεσ. Ερού τεέσ̑’ (Προς τα εδώ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Εκεί τεέσ̑’ (Προς τα εκεί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έτρεξαν σα χωράφια τεέσ̑’ και άρχεψαν να το αραdίζουν (Έτρεξαν προς τα χωράφια κι άρχισαν να ψάχνουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Λίγο εκεί τεέτσ̑ις ήτουν το άλογο τ’ (Λίγο πιο εκεί ήταν το άλογο του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κάτ' ντέτσε στέκνει (Στέκεται κάτω εκεί) Ουλαγ. -Κεσ.