ντετσελού
(επίθ.)
ντα̈τσα̈λού
[dætsæʹlu]
Μισθ.
Από το ουσ. τετζέλι, όπου και τύπ. ντα̈τσάλ’, και το παραγωγ. επίθμ. -λής.
Τυχερός
:
Ντα̈τσα̈λού ινσάν’
(Τυχερός άνθρωπος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αντίθ
μαύρος :2, σεφίλι, φουκαράς, Συνών.
κισμετλί, μπερεκετλούς
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025