ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπερεκετλούς (επίθ.) μπερεκετλούς [berecetˈlus] Σινασσ. περεκετλούς [perecetˈlus] Φάρασ. περεκετλού [pereketˈlu] Μισθ., Σινασσ. μπερεκιατλού [berecatˈlu] Μισθ. περεκετλί [pereketˈli] Ουλαγ. Ουδ. περεκετλούδικο [pereketˈluðiko] Σινασσ. Πληθ. μπερεκετλούδια [bereketˈluðʝa] Φλογ. περεκετλούδια [pereketˈluðʝa] Μισθ., Σινασσ. Από το τουρκ. επίθ. bereketli = α) άφθονος β) εύφορος, γόνιμος γ) ευλογημένος.
1. Άφθονος ό.π.τ. Συνών. περισσός :2
2. Γουρλής, ως χαρακτηρισμός ζώων (πετεινός, γάτα, σκύλος), που θεωρούνται ότι φέρνουν τύχη και αφθονία αγαθών Μισθ.
3. Εύφορος Σινασσ., Φλογ. : Το αμbέλι μας έν' περεκετλούδικο. Ιτς δεν στέκν', κάθε χρόνο φερίσ̑κ' (Το αμπέλι μας είναι ευλογημένο. Καθόλου δεν σταματά, κάθε χρόνο παράγει άφθονα) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ. Αυτά ήτονε γεωργού χωριά, κειότουν μπερεκετλούδια χωριά (Αυτά ήταν αγροτικά χωριά, ήταν εύφορα χωριά) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ192
4. Ευτυχισμένος, τυχερός Μισθ. : Μπερεκιατλού να τσ̑είσι! (Να είσαι ευτυχισμένος!) Μισθ. -Κοτσαν. Αντίθ δόλιος, μαύρος :2, σεφίλι, φουκαράς, Συνών. κισμετλί
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025