ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπελλισίζης (επίθ.) μπελ-λισίζ [belliˈsiz] Ουλαγ., Σίλ. μπελουσούζη [beluˈsuzi] Σίλ. πελεσ̑ούς [peleˈʃus] Φλογ. μπελ-λισούζι [belliˈsuzi] Φάρασ. πελ-λισούζι [pelliˈsuzi] Φάρασ. παουσούζι [pauˈsuzi] Αφσάρ. Πληθ. πελ-λισούζε [pelliˈsuze] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. bellisiz, όπου και διαλεκτ. τύπ. belüsüz = α) αγνώριστος β) αβέβαιος γ) αδιόρατος.
1. Αγνώριστος ό.π.τ. : Ποίκαν τον τόπαν του μπελλισούζι (Έκαναν τον τόπο του αγνώριστο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. αγνώριστος
2. Αδιόρατος ό.π.τ. : Κειότουν κετσέρια, τα σοφάταναν και νιγούτανε πελεσ̑ούς (Υπήρχαν κρυφά περάσματα, τα σοβάτιζαν και δεν διακρίνονταν) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 ’εναίκα του κι φτσ̑άνει μιά χρώστα πολ̑ύ ντερίνισσα, καπάχιν τζ̑ης μπελουσούζη (Η γυναίκα του λοιπόν φτιάχνει έναν λάκκο πολύ βαθύ, και τον σκεπάζει ώστε να μη φαίνεται) Σίλ. -Dawk.
3. Άγνωστος ό.π.τ. : Μπελ-λισίζ 'να όγρο 'ναι (Είναι μιά άγνωστη δουλειά) Ουλαγ. -Κεσ.