ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπελλής (επίθ.) μπελ-λί [belˈli] Ουλαγ., Τροχ. μπελ-λού [belˈlu] Αξ., Μαλακ., Ουλαγ. μπελού [beˈlu] Αξ., Μισθ. μπελλΰ [beˈly] Αραβαν. μπελούς [beˈlus] Σίλ. μπαλού [baˈlu] Μισθ. μπαού [baˈu] Φάρασ. παού [paˈu] Φάρασ. Πληθ. μπελλούδια [belʹluðʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. επίθ. belli, όπου και διαλεκτ. τύπ. bellu = συγκεκριμένος, γνωστός.
1. Φανερός ό.π.τ. : Ιτό ντο λές, μπελ-λί ντέ 'ναι (Αυτό που λες, φανερό δεν είναι) Ουλαγ. -Κεσ. Το σκότωσες, μπελλού νίσ̑κεται (Αν το σκότωσες (ενν. το λιοντάρι), θα φανεί) Αξ. -Dawk. Μπαλού ντέ 'ναι; (Δεν είναι φανερό;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γιούλης μπελούς 'ναι (Ο ήλιος φαίνεται) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Kι εγώ είπε το λερό, έχω μπελλΰ τον τόπο μ' (Κι εγώ είπε το νερό, έχω τον τόπο μου φανερό, είναι εμφανής ο τόπος όπου βρίσκομαι) Αραβαν. -Φωστ. || Παροιμ. Τ' χ̇ελώνα ρώτ'σαν ντο: «Πούγε παίνεις;" - «Στον Αϊνdάφο.» - «Ασ' το σάλεμα ζ' 'ναι μπελ-λού» (Την χελώνα τη ρώτησαν: «Πού πηγαίνεις;" - «Στον Άγιο Τάφο.» - «Από το βάδισμά σου είναι φανερό.»˙ Για όσους καταπιάνονται με δουλειές που είναι παραπάνω από τις δυνάμεις τους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Του ρουσ̑ού το σ̑όνι σο Μάρτη 'ίνεται παού (Του βουνού το χιόνι το Μάρτη φανερώνεται˙ Όταν αρχίσει να λιώνει το χιόνι τότε φαίνεται πού είχε πέσει πολύ, δηλ. στις δύσκολες καταστάσεις φαίνεται η αξία του ανθρώπου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Άσπρον gως, μαύρον gως, 'α ’ινεί σο κεdζ̑ίτιν μπαού (Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στο πέρασμα του ποταμού θα φανερωθεί˙ Πάντοτε συμβαίνει κάτι ώστε όλες οι ενέργειες, και καλές και κακές, να φανερωθούν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Γνωστός Μισθ. : Είχα ένα μπελού ιντσάνο, 'γάπανε με πολύ (Είχα ένα γνωστό μου άνθρωπο, με αγαπούσε πολύ) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Χέκε ντου 'ς ένα μπελού τ͑όπος (Βάλε το σ' ένα γνωστό μέρος, ενν. το μαχαίρι) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755