μπελλής
(επίθ.)
μπελ-λί
[belˈli]
Ουλαγ., Τροχ.
μπελ-λού
[belˈlu]
Αξ., Μαλακ., Ουλαγ.
μπελού
[beˈlu]
Αξ., Μισθ.
μπελλΰ
[beˈly]
Αραβαν.
μπελούς
[beˈlus]
Σίλ.
μπαλού
[baˈlu]
Μισθ.
μπαού
[baˈu]
Φάρασ.
παού
[paˈu]
Φάρασ.
Πληθ.
μπελλούδια
[belʹluðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. belli, όπου και διαλεκτ. τύπ. bellu = συγκεκριμένος, γνωστός.
1. Φανερός
ό.π.τ.
:
Ιτό ντο λές, μπελ-λί ντέ 'ναι
(Αυτό που λες, φανερό δεν είναι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το σκότωσες, μπελλού νίσ̑κεται
(Αν το σκότωσες (ενν. το λιοντάρι), θα φανεί)
Αξ.
-Dawk.
Μπαλού ντέ 'ναι;
(Δεν είναι φανερό;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γιούλης μπελούς 'ναι
(Ο ήλιος φαίνεται)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Kι εγώ είπε το λερό, έχω μπελλΰ τον τόπο μ'
(Κι εγώ είπε το νερό, έχω τον τόπο μου φανερό, είναι εμφανής ο τόπος όπου βρίσκομαι)
Αραβαν.
-Φωστ.
|| Παροιμ.
Τ' χ̇ελώνα ρώτ'σαν ντο: «Πούγε παίνεις;" - «Στον Αϊνdάφο.» - «Ασ' το σάλεμα ζ' 'ναι μπελ-λού»
(Την χελώνα τη ρώτησαν: «Πού πηγαίνεις;" - «Στον Άγιο Τάφο.» - «Από το βάδισμά σου είναι φανερό.»˙ Για όσους καταπιάνονται με δουλειές που είναι παραπάνω από τις δυνάμεις τους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Του ρουσ̑ού το σ̑όνι σο Μάρτη 'ίνεται παού
(Του βουνού το χιόνι το Μάρτη φανερώνεται˙ Όταν αρχίσει να λιώνει το χιόνι τότε φαίνεται πού είχε πέσει πολύ, δηλ. στις δύσκολες καταστάσεις φαίνεται η αξία του ανθρώπου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Άσπρον gως, μαύρον gως, 'α ’ινεί σο κεdζ̑ίτιν μπαού
(Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στο πέρασμα του ποταμού θα φανερωθεί˙ Πάντοτε συμβαίνει κάτι ώστε όλες οι ενέργειες, και καλές και κακές, να φανερωθούν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Γνωστός
Μισθ.
:
Είχα ένα μπελού ιντσάνο, 'γάπανε με πολύ
(Είχα ένα γνωστό μου άνθρωπο, με αγαπούσε πολύ)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Χέκε ντου 'ς ένα μπελού τ͑όπος
(Βάλε το σ' ένα γνωστό μέρος, ενν. το μαχαίρι)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755