μπελέκιμ
(μόρ.)
μπελέκιμ
[beˈlecim]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. μόρ. belekim = είθε (THADS, λ. belekim).
Είθε, μακάρι
Τροποποιήθηκε: 29/05/2025