μπεκτοβά
(ουσ. ουδ.)
μπεκτοβά
[bektoˈva]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. beddua = κατάρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. betdoğa.
Πβ.
ντοβάς
Κατάρα