ντοβάς
(ουσ. αρσ.)
ντοβάς
[doˈvas]
Μισθ.
ντοβά
[doˈva]
Αραβαν., Αραβ., Μαλακ., Ουλαγ., Τσαρικ., Φλογ.
τοβάς
[toˈvas]
Φάρασ.
τοβά
[toˈva]
Φλογ.
τογάς
[toˈɣas]
Φλογ.
ντουά
[duˈa]
Μισθ.
Πληθ.
ντόβα
['dova]
Σίλ.
ντοβάδια
[doˈvaðʝa]
Μαλακ.
τοβάδια
[toˈvaðʝa]
Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. ντοβάς = προσευχή (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. dua = προσευχή, όπου και διαλεκτ. τύπ. dova, duğâ. Ο τύπ. ντουάς επίσης νεότ.
1. Προσευχή
ό.π.τ.
:
Να ποίτσ̑ετε τοβάς
(Να κάνετε προσευχή)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ας ποίκουμε ένα τοβά, και ας παρακαλέσουμε το Θεγό
(Ας κάνουμε μία προσευχή και ας παρακαλέσουμε τον Θεό)
Φλογ.
-Dawk.
Εδώ πέρα τογάς qαbούλ δεν γίνεται
(Η προσευχή εδώ δεν γίνεται δεκτή)
Φλογ.
-Dawk.
Σάγνουν ντα ντα παιρπαίννε τα πράματα ούλα, και ψ̑ήνουν ντα μέ ντα μεγάλα τα qαζάνια γεμέκια, και σάννε ντοβά
(Σκοτώνουν όλα τα θηρία που μεταφέρουν μαζί τους και μαγειρεύουν γεύματα από αυτά σε μεγάλες κατσαρόλες και κάνουν προσευχή)
Φλογ.
-Dawk.
Το ντοβά του κουναχκιάρ
(Η προσευχή του αμαρτωλού)
Αραβ.
-Νίγδελ.Λ.
Συνών.
ευχή, ναμάζι
2. Eυχή
Μισθ., Σίλ., Τσαρικ.
:
Βάβα ντώσ' μου ντου ντοβά σ' να πάου σου καλό μ'
(Μπαμπά δώσ’ μου την ευχή σου να πάω στο καλό μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αρταριού του τα ντόβα
(των γονιών του οι ευχές)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σο βα σ' ποίκε τοβάδια
(Στον πατέρα σου να ευχηθείς)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Γίνου σι ντου ντοβά μ'
(Σου δίνω την ευχή μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
'τουν παντρεύτη, ντώκι ντου ντοβά, ντώκι ντου ντοβά, πολύ να χιωρήεις, λίου να φας
(Όταν παντρεύτηκε, του έδωσε ευχή, του έδωσε ευχή, πολύ να δουλέψεις, λίγο να φας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να φιλήσουμ' δου χέρι τ', λέ', να πάρουμ' δου ντοβά τ'
(Να φιλήσουμε το χέρι του, λέει, να πάρουμε την ευχή του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ευχή
3. Αίσια έκβαση, τύχη
Φάρασ.
:
Πέλκι να ’ρτει σ’ έν’ καό ντοβάς, μην έρθει αγαζές σα μελίσσε
(Μακάρι να έρθει μια καλή τύχη, μην έρθει δυστυχία στα μελίσσια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
4. Ενθάρρυνση, θάρρος
Μισθ.
:
Ντώσ’ ντου ντοβά ατό γιαΐ τσείδι φοβιτσιάρ’
(Δώσε του ενθάρρυνση γιατί είναι φοβιτσιάρης)
Μισθ.
-Κοτσαν.