ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιρσέκι (ουσ. ουδ.) ντιρσέκ' [dirˈsek] Μαλακ. τιρσέκι [tirˈseci] Φάρασ. τιρτσέκ͑ι [tirˈtsekʰi] Φάρασ. τιρσα̈́κι [tirˈsæci] Αφσάρ. Πληθ. ντιρσέκια [dirˈseca] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. dirsek (< παλ. τουρκ. tirsgek) = α) αγκώνας β) γωνία, όπου και διαλεκτ. τύπ. tirsek.
1. Αγκώνας ό.π.τ. Συνών. γκελέπ, αγκώνας
2. Γωνία ό.π.τ. Συνών. γωνία, μπουτζάχι :1, κιοσέ