ντιρσέκι
(ουσ. ουδ.)
ντιρσέκ'
[dirˈsek]
Μαλακ.
τιρσέκι
[tirˈseci]
Φάρασ.
τιρτσέκ͑ι
[tirˈtsekʰi]
Φάρασ.
τιρσα̈́κι
[tirˈsæci]
Αφσάρ.
Πληθ.
ντιρσέκια
[dirˈseca]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. dirsek (< παλ. τουρκ. tirsgek) = α) αγκώνας β) γωνία, όπου και διαλεκτ. τύπ. tirsek.