ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντογίστημα (ουσ. ουδ.) ντοΐστημα [doˈistima] Μισθ. ντιίσ̑ισμα [diˈiʃizma] Αξ. Από το ρ. ντογιουστίζω, όπου και τύπ. ντοϊσ̑τίζου και ντιισ̑τίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Φιλονικία, διαπληκτισμός : ’τουν γούρτ’σιν ντου ντοΐστημα, σηκώχη τσι πάτ’σιν (Αφού έστησε τον καβγά, σηκώθηκε κι έφυγε) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. καβγάς :1, μαρκάλωμα :1
Τροποποιήθηκε: 23/08/2025