ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντογίστημα (ουσ. ουδ.) ντοΐστημα [doˈistima] Μισθ. Από το ρ. ντογιουστίζω, όπου και τύπ. ντοϊσ̑τίζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Φιλονικία, διαπληκτισμός : ’τουν γούρτ’σιν ντου ντοΐστημα, σηκώχη τσι πάτ’σιν (Αφού έστησε τον καβγά, σηκώθηκε κι έφυγε) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. μαρκάλωμα