ντογίστημα
(ουσ. ουδ.)
ντοΐστημα
[doˈistima]
Μισθ.
Από το ρ. ντογιουστίζω, όπου και τύπ. ντοϊσ̑τίζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Φιλονικία, διαπληκτισμός
:
’τουν γούρτ’σιν ντου ντοΐστημα, σηκώχη τσι πάτ’σιν
(Αφού έστησε τον καβγά, σηκώθηκε κι έφυγε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
μαρκάλωμα