ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβγάς (ουσ. αρσ.) καβγάς [kaˈvɣas] Μισθ., Φάρασ. καβγά [kaˈvɣa] Ποτάμ., Φλογ. γαβγάς [ɣaˈvɣas] Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. qαβγκάς [qaˈvgas] Φλογ. γαβγά [ɣaˈvɣa] Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. Πληθ. γαβγάδε [ɣaˈvɣaðe] Φάρασ. γαβγάδια [ɣaˈvɣaðʝa] Σινασσ. Νεότ. ουσ. καβγάς (Λεξ. Σομ. λ. sciarrata), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kavga (< περσ. ġavġā), όπου και διαλεκτ. τύπ. gavğa.
1. Kαβγάς, έριδα ό.π.τ. : Ζάϊσ̑καν γαβγά και κουπανιζόσαν (Έστηναν καβγά και δέρνονταν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Άιdε ας αφήκουμ' τα γαβγάδια (Άντε, ας αφήσουμε τους καβγάδες) Σινασσ. -Τακαδόπ. Βαβάς μου, όταν μας ρώνει ξ̑ύλου μάνα μας, φτσάνει έναν καλό γαβγά (Ο μπαμπάς μου, όταν μας δίνει ξύλο η μάνα μας, κάνει μεγάλο καβγά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ούλ-λα μας κειόταμεστε σον καβγά, ικεινιά τα δύο κειότανε σον καβγά μέσα (Όλοι μας ήμασταν (παρόντες) στον καβγά, εκείνοι οι δύο ήταν μέσα στον καβγά, συμμετείχαν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Πασλάτ’σινι α γαβγάς (Άρχισε ένας καβγάς) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Με το μεχάνι πάει σο καβγά (Με το φυσερό πάει στον καβγά˙ όταν κάποιος πάει αποφασισμένος για καβγά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. qαβγκαδιού σπόρος (Σπόρος του καβγά˙ γι' αυτούς που προξενούν διαρκώς καβγάδες) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Πόλεμος Ποτάμ., Φάρασ. : Φτένκε ο νταdά τ'ς γαβγάς μόντ' έν' άγου βασιλός. Πήγε τζ̑αι τζ̑είνο το φσ̑άχι σο γαβγά, να γρέψει (Ο πατέρας της έκανε πόλεμο με έναν άλλον βασιλιά. Πήγε κι εκείνο το παιδί στον πόλεμο, να κοιτάξει) Φάρασ. -Dawk.