ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβακόκκο (ουσ. ουδ.) κ͑αβακ͑όκ-κο [kʰavaˈkʰokko] Φάρασ. Από το ουσ. καβάκι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο. Πβ. καβάκι
Μικρή λεύκα : Ατζ̑εί ήτουν α κ͑αβάχι τζ̑αι είπεν ντι: «Κλίνε, κ͑αβακ͑όκκο μου, να βγω απάνου»· έκλινε το κ͑αβακ͑όκκο (Εκεί ήταν μιά λεύκα και (αυτός) της είπε (της λεύκας): «Γείρε, λευκίτσα μου, για να ανεβώ πάνω σου» ·και η μικρή λεύκα έγειρε) Φάρασ. -Dawk.