καβακόκκο
(ουσ. ουδ.)
κ͑αβακ͑όκ-κο
[kʰavaˈkʰokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. καβάκι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Πβ.
καβάκι
Μικρή λεύκα
:
Ατζ̑εί ήτουν α κ͑αβάχι τζ̑αι είπεν ντι: «Κλίνε, κ͑αβακ͑όκκο μου, να βγω απάνου»· έκλινε το κ͑αβακ͑όκκο
(Εκεί ήταν μιά λεύκα και (αυτός) της είπε (της λεύκας): «Γείρε, λευκίτσα μου, για να ανεβώ πάνω σου» ·και η μικρή λεύκα έγειρε)
Φάρασ.
-Dawk.