καβάδι
(ουσ. ουδ.)
καβάδι
[kaˈvaði]
Σινασσ., Τελμ., Φκόσ.
καβάιδι
[kaˈvaiði]
Φάρασ.
καβάδ'
[kaˈvað]
Μαλακ., Φλογ.
καβάγ'
[kaˈvaʝ]
Αξ.
καβάι
[kaˈvai ]
Μισθ., Τσαρικ.
Από το μεσν. ουσ. καβάδιον (< περσ. qabā) = πανωφόρι, καφτάνι. Ο τύπ. καβάιδι με επένθ. [i]
1. Καβάδι, ανδρικὀς ή γυναικεἰος μακρύς επενδύτης με μανίκια
ό.π.τ.
:
Γαμπρός φορών' νεκκλησ̑άς καβάδ'
(Ο γαμπρός φορά το γαμήλιο καβάδι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Νεκκλησάς το καβάδ'
(Καβάδι της εκκλησίας˙ γαλάζιος επενδύτης, σαν ράσο, που φυλασσόταν στην εκκλησία και φορούσε ο γαμπρός στο γάμο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Ασμ.
Ήπλωσε και στο δώμα της εννεών νυφαδιών καβάδια
(άπλωσε στο δώμα της της εννιά νυφὠν καβάδια)
Σινασσ.
-Lag.
Φορεμένοι ’τουν τσ̑ι γαμbρός φορών’ τσ̑ι ντου καβάι ντου
(ήταν ντυμένος κι ο γαμπρός, βάζει και το καβάδι του· από άσμ. κατά το ντύσιμο του γαμπρού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Είδος γαλάζιου υφάσματος
Αξ.
3. Στον πληθ., γενικώς τα ρούχα
Τελμ.
:
’ναίκα επήεν σο σπίτσ̑ι τσ̑ης, και ξέβαλεν τα κϋνΰργκια τσ̑ης τα καβάδια
(Η γυναίκα πήγε σπίτι της και έβγαλε τα καινούργια της τα ρούχα)
Τελμ.
-Dawk.
Σην Παναγιά παίνισκαν, της Παναγιάς τα καβάδια παίρισκαν, φόρανε το νύφη
(Πήγαιναν στην Παναγιά, της Παναγιάς τα ρούχα έπαιρναν, τα φορούσε η νύφη)
Τελμ.
-Αναστ.-Μανουσ.