ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβάδι (ουσ. ουδ.) καβάδι [kaˈvaði] Σινασσ., Τελμ., Φκόσ. καβάιδι [kaˈvaiði] Φάρασ. καβάδ' [kaˈvað] Μαλακ., Φλογ. καβάγ' [kaˈvaʝ] Αξ. καβάι [kaˈvai ] Μισθ., Τσαρικ. Από το μεσν. ουσ. καβάδιον (< περσ. qabā) = πανωφόρι, καφτάνι. Ο τύπ. καβάιδι με επένθ. [i]
1. Καβάδι, ανδρικὀς ή γυναικεἰος μακρύς επενδύτης με μανίκια ό.π.τ. : Γαμπρός φορών' νεκκλησ̑άς καβάδ' (Ο γαμπρός φορά το γαμήλιο καβάδι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Φρ. Νεκκλησάς το καβάδ' (Καβάδι της εκκλησίας˙ γαλάζιος επενδύτης, σαν ράσο, που φυλασσόταν στην εκκλησία και φορούσε ο γαμπρός στο γάμο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Ασμ. Ήπλωσε και στο δώμα της εννεών νυφαδιών καβάδια (άπλωσε στο δώμα της της εννιά νυφὠν καβάδια) Σινασσ. -Lag. Φορεμένοι ’τουν τσ̑ι γαμbρός φορών’ τσ̑ι ντου καβάι ντου (ήταν ντυμένος κι ο γαμπρός, βάζει και το καβάδι του· από άσμ. κατά το ντύσιμο του γαμπρού) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Είδος γαλάζιου υφάσματος Αξ.
3. Στον πληθ., γενικώς τα ρούχα Τελμ. : ’ναίκα επήεν σο σπίτσ̑ι τσ̑ης, και ξέβαλεν τα κϋνΰργκια τσ̑ης τα καβάδια (Η γυναίκα πήγε σπίτι της και έβγαλε τα καινούργια της τα ρούχα) Τελμ. -Dawk. Σην Παναγιά παίνισκαν, της Παναγιάς τα καβάδια παίρισκαν, φόρανε το νύφη (Πήγαιναν στην Παναγιά, της Παναγιάς τα ρούχα έπαιρναν, τα φορούσε η νύφη) Τελμ. -Αναστ.-Μανουσ.