ρούχο
(ουσ. ουδ.)
ρούχο
[ˈruxo]
Ανακ., Φερτάκ.
ρούχα
[ˈruxa]
Αραβ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ.
τ’ρούχου
[ˈtruxu]
Σίλ.
Μεσν. ουσ. ροῦχον (Zervan 2019, λ. ροῦχον). Ο τύπ. τ'ρούχου από την συνάρθρωση του ουσ. με το άρθρ. (βλ. Κωστάκης 1968:198). Πβ. ανάλογους τύπ. τ’ράχη, τ’ράζα, τηρίζα/τ΄ρίζα (βλ. λ. ράχη, ουράδι, ρίζα).
1. Ρούχο
ό.π.τ.
:
Τα ρούχα μου σκίσ’κασ̑ι
(σχίστηκαν τα ρούχα μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κωστ Πααίνισκαμ' εκεί και πλένισκαμ' τα ρούχα
(πηγαίναμε εκεί και πλέναμε τα ρούχα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τότε από γερλί μπεζί ήταν εμάς τα ρούχα
(Τότε από ντόπια πανιά ήταν τα ρούχα μας)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μάνα μ’ πήριν ένα ρούχο
(η μάνα μου πήρε ένα ρούχο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τότε σέκνουν το φωτογράφι τ' απάνω τ' ή το ρούχο τ'
(τότε βάζουν την φωτογραφία του απάνω του ή το ρούχο του)
Μισθ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
ιμάτι, σαγιάς :1, τσόλι, φόρεμα :2, φορεσιά
2. Γυναικείο μάλλινο πανωφόρι
Ανακ.
3. Κλινοσκέπασμα και συνεκδοχ. κρεβάτι, στρώμα
Σίλ.
:
Τ’ ρούχου σου καλά να τα σάσεις
(το κλινοσκέπασμα-το κρεβάτι σου καλά να το φτιάξεις, δηλ. να το στρώσεις )
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντώκι κι αdά ένα μήνα έπισι στου ρούχου
(Μετά το πέσιμό του έμεινε ένα μήνα στο στρώμα-στο κρεβάτι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γιατάκι, ντοσέκι, στρώμα, στρώση
4. Γενικότ., έπιπλα
Σίλ.
5. Στον πληθ., τα έμμηνα της γυναίκας
Αραβ.
:
’Σ σα χίλια ένα, αν κρυώσει κανένα, κόβουνdαι τα ρούχα τ’
(Μία στις χίλιες γυναίκες, αν κρυώσει, της κόβεται η περίοδος)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Συνών.
απάνω