ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρουσούμ (ουσ. ουδ.) ρουσούμ [ruˈsum] Σινασσ. Από το παλ. τουρκ. (< αραβ.) ουσ. rüsum = φόροι, όπου και διαλεκτ. τύπ. rusum = φόρος.
Φόρος που επιβαλλόταν στο ρακί
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025