ρουσούμ
(ουσ. ουδ.)
ρουσούμ
[ruˈsum]
Σινασσ.
Από το παλ. τουρκ. (< αραβ.) ουσ. rüsum = φόροι, όπου και διαλεκτ. τύπ. rusum = φόρος.
Φόρος που επιβαλλόταν στο ρακί
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025