ρουχόκκο
(ουσ. ουδ.)
ρουσ̑όκ-κο
[ruˈʃokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. ρουχί, όπου και τύπ. ρουσ̑ί, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025