ρουσόκκο
(ουσ. ουδ.)
ρουσ̑όκ-κο
[ruʹʃokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. ρουχί, όπου και τύπ. ρουσ̑ί, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Βουναλάκι, λόφος
:
σο Ρουσόκκον πάνου ήσανdε θαμνία, κάτζαρα πουά