ρύπος ( ουσ.
)
Ουδ.
ρύπος
[ˈripos]
Αραβαν., Γούρδ.
ρύπους
[ˈripus]
Φάρασ.
ρούπους
[ˈrupus]
Μισθ.
...
ρυπώνω
(ρ.)
ρυπώνω
[riˈpono]
Φάρασ.
ρουπώνου
[ruˈponu]
Μισθ.
Παθ.
ρυπούμαι
[riˈpume]
Φάρασ.
Αόρ.
ρουπώχα
[ruˈpoxa]
Μισθ.
Μτχ.
ρουπωμένο
[rupoˈmeno]
Μισθ.
Από το αρχ. ρ. ῥυπόω-ῶ.