αγιτλαντίζω
(ρ.)
αϊτλαdι̂́ζου
[aitlaˈdɯzu]
Αραβαν.
αϊτλαdού
[aitlaˈdu]
Ουλαγ.
Προστ.
αϊτλάdα
[aitˈlada]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. ayıklamak, όπου και διαλεκτ. τύπ. ayıtlamak (αόρ. aytladı) = α) καθαρίζω β) διαχωρίζω.