αγιτλαντίζω
(ρ.)
αϊτλαdι̂́ζω
[aitlaˈdɯzu]
Αραβαν.
αϊτλαdού
[aitlaˈdu]
Ουλαγ.
Προστ.
αϊτλάdα
[aitˈlada]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. ayıklamak, όπου και διαλεκτ. τύπ. ayıtlamak (αόρ. aytladı) = α) καθαρίζω β) διαχωρίζω.
1. Καθαρίζω
ό.π.τ.
:
Έλα λίο αϊτλάdα τα γκαι πάλ’ άμε
(Έλα λίγο καθάρισέ τα και φύγε πάλι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
καθαρίζω :1, πακλατίζω, παστρεύω, Αντίθ
μαγαρίζω, μουρνταλαντίζω
2. Διαχωρίζω
ό.π.τ.