ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγιτλαντίζω (ρ.) αϊτλαdι̂́ζου [aitlaˈdɯzu] Αραβαν. αϊτλαdού [aitlaˈdu] Ουλαγ. Προστ. αϊτλάdα [aitˈlada] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. ayıklamak, όπου και διαλεκτ. τύπ. ayıtlamak (αόρ. aytladı) = α) καθαρίζω β) διαχωρίζω.
Καθαρίζω, ξεχωρίζω κάτι ό.π.τ. : Έλα λίο αϊτλάdα τα γκαι πάλ’ άμε (Έλα λίγο καθάρισέ τα και φύγε πάλι) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. καθαρίζω, πακλατίζω, παστρεύω