ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγιρσάκι (ουσ. ουδ.) αγιρσ̑άκ’ [aʝirˈʃak] Φλογ. αγρασ̑άκ’ [aɣraˈʃak] Φλογ. αγροσάχτ’ [aɣroˈsaxt] Φλογ. αγι̂σ̑ράχ’ [aɣɯʃˈrax] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. ağırşak = στρόβιλος ατράκτου. Για το εξάρτημα βλ. Κεσίσογλου (1977).
Ξύλινο εξάρτημα του ελαιοπιεστηρίου (μάγγανου) που προσαρμόζεται πάνω στον κάθετο άξονα ό.π.τ. Πβ. αδράχτι